διαμήδομαι

English (LSJ)

= μήδομαι, Hom.Epigr.4.12.

Spanish (DGE)

planear ἐμὸν ... πότμον epigr. en Ps.Hdt.Vit.Hom.14.

German (Pape)

[Seite 590] = μήδομαι, Hom. ep. 4, 12.

Greek (Liddell-Scott)

διαμήδομαι: μήδομαι, Ἐπιγράμμ. Ὁμ. 4. 12.

Russian (Dvoretsky)

διαμήδομαι: придумывать, затевать (ἐμὸν διεμήσατο πότμον Hom.).