μήδομαι

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μήδομαι Medium diacritics: μήδομαι Low diacritics: μήδομαι Capitals: ΜΗΔΟΜΑΙ
Transliteration A: mḗdomai Transliteration B: mēdomai Transliteration C: midomai Beta Code: mh/domai

English (LSJ)

Il.2.360, etc.: impf.
A ἐμήδετο h.Merc.46; Ep. μήδετο (v. infr.): fut. μήσομαι S.Tr.973 (lyr.), E.HF1075 (lyr.); Ep. 2sg. μήσεαι Od.11.474: aor. ἐμήσατο, μήσατο (v. infr.), also μῆστο Hsch.: pf. μέμηδα cj. for μέμηλα h.Merc.437: (μέδω, μῆδος):—to be minded, intend, αὐτός τ' εὖ μήδεο resolve well thyself, Il.2.360; ἅσσ' ἂν ἐμοί περ αὐτῇ μηδοίμην what counsels I should take for myself, Od.5.189.
2 c. acc. rei, plan and do cunningly or skilfully, plot, contrive, in Ep. mostly in bad sense, σφιν κακὰ μήδετο μητίετα Ζεύς Il.7.478; μοι Ζεὺς μήσατο λυγρὸν ὄλεθρον Od.24.96; Αἴγισθος ἐμήσατο λ. ὄ. 3.194; φρεσὶ μήδετο θέσκελα ἔργα Hes.Sc.34; πατρὸς μεγάλ' ἀνδράσι μηδομένοιο Id.Fr.96.85: also c. acc. pers. et rei, κακὰ μήσατ' Ἀχαιούς he wrought them mischief, Il.10.52, cf. 22.395, 23.24, Od.24.426: in Lyr. and Trag. (usu. lyr.), μέγα ἔργον μ. Pi.N.10.64; δίκας ἀδίκοισι B.17.42; πρὸς κακοῖς κακὰ μήσεται E.HF1075, cf. Ph.799, A. Ch.605; ἐπ' ἀνδρὶ τοῦτ' ἐμήσατο στύγος ib.991, cf. S.Ph.1114.
3 after Hom., simply, contrive, invent, ἄρτια Pi.O.6.94; τέχνας καὶ πόρους A.Pr.477; ἄφθιτα Ar.Av.689 (lyr.); ὅσια καὶ νόμιμα Id.Th. 676 (lyr.); ὑμῖν κῦδος… ἐμήσατο Χῖος ἀοιδός Theoc.22.218; τί δὲ μήσωμαι; what shall I attempt? A.Th.1062, cf. S.Tr.973; τί σοι μήσομαι; E.Hipp.592; make skilfully, μέλισσα μέλι μηδομένα Simon.47: c. acc. et inf., contrive that a thing should be, ἄπιστον ἐμήσατο πιστὸν ἔμμεναι Pi.O.1.31.
II take care, keep watch, ib.106, so prob. in Hes.Fr.96.76.—Poet. word, used twice by Ar. (lyr.), Trag. only in lyr. exc. A.Pr.l.c., and in late Prose, Luc.Astr.6, 21.

German (Pape)

[Seite 171] (vgl. μέδομαι, medeor, meditor), ersinnen, einen Beschluß fassen; ἄλλο τι δὴ σὺ θεὰ τόδε μήδεαι, οὐδέ τι πομπήν, Od. 5, 173, wie τὰ μὲν νοέω, ἅσσ' ἂν ἐμοί περ αὐτῇ μηδοίμην, 189; καὶ τότ' Ὀδυσσῆϊ – μήδετο πομπήν, ib. 233; bes. klug, listig aussinnen, θέσκελα ἔργα, Hes. sc. 34; häufiger im schlimmen als im guten Sinne, κακὰ μήδεσθαί τινι, Einem Unheil ersinnen, ὄλεθρον u. ä. bei Hom.; ἀνθρώποισι δ' ἐμήσατο κήδεα λυγρά, Hes. O. 95; auch mit doppeltem accus., κακὰ μήσατ' Ἀχαιούς, er ersann Böses gegen die Achäer, Il. 10, 52, vgl. 22, 395; ἦ μέγα ἔργον ἀνὴρ ὅδ' ἐμήσατ' Ἀχαιούς, Od. 24, 426; Pind. μέγα ἔργον ἐμήσαντ' ὠκέως, N. 10, 64; οἵας τέχνας τε καὶ πόρους ἐμησάμην, Aesch. Prom. 475; μέγα κακόν, Ag. 1073; auch ἐπ' ἀνδρὶ τοῦτ' ἐμήσατο στύγος, Ch. 985; ὅσ' ἐφ' ἡμῖν κάκ' ἐμήσατο, Soph. Phil. 1124; πῶς ἐμήσατο θάνατον, Trach. 881; κακὰ μήσεται, Eur. Herc. Fur. 1076; ἄφθιτα, Ar. Av. 689; κῦδός τινι, Theocr. 22, 218; öfter in der Anth. – In allgemeiner Bdtg, sich um Etwas kümmern, für Etwas sorgen, ἐπίτροπος ἐὼν τεαῖσι μήδεται μερίμναις, Pind. Ol. 1, 106, ὧν μήδεσθαι προσήκει καὶ φυλάττειν, Plut. de Pyth. orac. 26, v.l. κήδεσθαι.

French (Bailly abrégé)

f. μήσομαι, ao. ἐμησάμην, pf. inus.
méditer, penser à, songer à ; p. suite
1 imaginer, inventer, etc. ; en mauv. part tramer, machiner : τι, qch ; τί τινι, τινά τι, τι ἐπί τινι, qch contre qqn;
2 p. ext. travailler, préparer : μέλι, le miel.
Étymologie: R. Μεδ, prendre soin de.

Russian (Dvoretsky)

μήδομαι: μῆδος I] (fut. μήσομαι, aor. ἐμησάμην - эп. μησάμην)
1 размышлять, обдумывать: αὐτός τ᾽ εὖ μήδεο πείθεό τ᾽ ἄλλῳ Hom. сам хорошо обдумывай, но внемли и другому; μ. τι ἑαυτῷ Hom. придумать что-л. для себя, решить;
2 замышлять (τινι ὄλεθρον, τινα κακά Hom.; μέγα ἔργον Pind.): ὁ τάδε μησάμενος Soph. тот, кто это подстроил;
3 выдумывать, придумывать (ἄρτια Pind.; ἄφθιτα Arph.): τί δὲ μήσωμαι; Aesch. что бы мне предпринять?;
4 окружать уходом, заботиться (τινὸς μ. καὶ φυλάττειν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μήδομαι: Ὅμ. καὶ Ἀττ.: παρατ. ἐμήδετο Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 4. 6, Ἐπικ. μήδετο· μέλλ. μήσομαι Σοφ. Τρ. 974, κτλ., Ἐπικ. β΄ ἑνικ. μήσεαι Ὀδ. Λ. 474· ἀόρ. ἐμήσατο Ὅμ. καὶ Ἀττ.· Ἐπικ. μήσατο· ἀποθ.: (μέδω, μῆδος). Βουλεύομαι, σκέπτομαι, αὐτός τ’ εὖ μήδεο, καλῶς βουλεύου, Ἰλ. Β. 360· ἅσσ’ ἂν ἐμοί περ αὐτῇ μηδοίμην, ὅσα ἤθελον βουλευθῆ δι’ ἐμαυτήν, Ὀδ. Ε. 189. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., σχεδιάζω, μελετῶ, καὶ πράττω τι εὐφυῶς ἢ ἐπιδεξίως, παρασκευάζω, μηχανῶμαι, ἐργάζομαι, ἐκτελῶ, συχν. παρ’ Ὁμ. τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, σφιν κακὰ μήδετο μητίετα Ζεύς, ὡς τὸ Λατ. male consulere in aliqiem, Ἰλ. Η. 478· ἐν νόσῳ γάρ μοι Ζεὺς μήσατο λυγρὸν ὄλεθρον Ὀδ. Ω. 96· Αἴγισθος ἐμήσατο λ. ὁ. Γ. 194· ἀνθρώποισι δ’ ἐμήσατο θέσκελα ἔργα Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 34· ― ὡσαύτως μετ’ αἰτ. προσ. καὶ πράγμ., ὡς τὸ κακὰ ἢ κακῶς δρᾶν τινα, κακὰ μήσατ’ Ἀχαιούς, κακὰ εἰργάσατο, Ἰλ. Κ. 52, πρβλ. Χ. 395., Ψ. 24, Ὀδ. Ω. 426· ― οὕτω παρὰ Τραγ., πρὸς κακοῖς κακὰ μήσατο Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1076, πρβλ. Φοιν. 799, πρβλ. Αἰσχύλ. Χ. 605· ἐπ’ ἀνδρὶ τοῦτ’ ἐμήσατο στύγος αὐτόθι 991, πρβλ. Σοφ. Φ. 1114· - μεθ’ Ὅμ. ὡσαύτως ἁπλῶς, ἐπινοῶ, ἐφευρίσκω, ἄρτια Πινδ. Ν. 10. 120· τέχνας καὶ πόρους Αἰσχύλ. Πρ. 477· ἄφθιτα Ἀριστοφ. Ὄρν. 689· ὅσια καὶ νόμιμα ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 676· ὑμῖν κῦδος... ἐμήσατο Χῖος ἀοιδὸς Θεόκρ. 22. 218· τί δὲ μήσωμαι; τί νὰ ἐπιχειρήσω; Αἰσχύλ. Θήβ. 1058, πρβλ. Σοφ. Τρ. 973· τί σοι μήσομαι; Εὐρ. Ἱππ. 592· ― ἁπλῶς, κάμνω, παράγω, μέλι Σιμων. 57· ― ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., μηχανῶμαι ὥστε νὰ γείνῃ τι, Πινδ. Ο. 1. 51. ΙΙ. φροντίζω περί τινος, ὡς τὸ κήδομαι, αὐτόθι 171· ― τὸ κήδομαι ἔχει εἰσαχθῆ εἰς τὰς νεωτέρας ἐκδόσεις τοῦ Πλουτ. 2. 407D· (δηλ. κήδεσθαι ἀντὶ τοῦ μήδεσθαι): ― Ποιητικὴ λέξις δὶς ἀπαντῶσα παρ’ Ἀριστοφ. (ἔνθ’ ἀνωτ.) καὶ ἐκ τῶν μεταγενεστ. πεζογράφων παρὰ Λουκ. π. τῆς Ἀστρολ. 6. καὶ 21.

English (Autenrieth)

fut. μήσεαι, aor. μήσαο, (ἐ)μήσατο: take counsel for oneself, Il. 2.360; devise (τινί τι), especially in bad sense; decide upon (τὶ), Od. 3.160.

English (Slater)

μήδομαι (μήδεται; μηδόμενος: fut. μήσεαι coni.: aor. ἐμήσατο, ἐμήσαντ(ο).) contrive, plan καὶ μέγα ἔργον ἐμήσαντ' ὠκέως (Er. Schmid: ἐμνήσατ, ἐμνήσαντ codd.) (N. 10.64) ἀκτὶς ἀελίου, τί πολύσκοπε μήσεαι (Blass: μησθε codd. Dion. Hal.: ἐμήσαο Bergk) (Pae. 9.1) c. dat., θεὸς ἐπίτροπος ἐὼν τεαῖσι μήδεται, Ἱέρων, μερίμναισιν takes thought for (O. 1.106) c. acc. cogn., Ἱέρων ἄρτια μηδόμενος with fitness of counsel (O. 6.94) c. acc. & inf., ἄπιστον ἐμήσατο πιστὸν ἔμμεναι (sc. Χάρις) (O. 1.31)

Greek Monolingual

μήδομαι (Α)
1. έχω κατά νου, σκέφτομαι, συλλογίζομαι («τὰ μὲν νοέω καὶ φράσσομαι, ἅσσ' ἂν ἐμοί περ αὐτῇ μηδοίμην», Ομ. Οδ.)
2. (με κακή σημ.) τεχνάζομαι, μηχανώμαι, σχεδιάζω ή μελετώ κακά («τόσα γὰρ κακὰ μήσατ' Ἀχαιούς», Ομ. Ιλ.)
3. (μετά τον Όμ.) επινοώ, εφευρίσκω («οἵας τέχνας καὶ πόρους ἐμησάμην», Αισχύλ.)
4. (για μέλισσες) παράγω, κάνω, παρασκευάζω («τὴν μέλιτταν ξανθὸν μέλι μηδομέναν», Σιμων.)
φροντίζω για κάτι, προνοώ, νοιάζομαι «θεὸς ἐπίτροπος ἐὼν τεαῖσι μήδεται... μερίμναις», Πίνδ.)
5. (με αιτ. και απρμφ.) κατορθώνω κάτι με τέχνη («ἄπιστον ἐμήσατο πιστὸν ἔμμεναι» — κατόρθωσε το άπιστο να είναι πιστό, Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μήδομαι ανάγεται στην ίδια ρίζα με το ρ. μέδω/-ομαι «κυβερνώ, προνοώ, φροντίζω». Πρόκειται μάλλον για τη βραχύφωνη ΙΕ ρίζα med- «μετρώ, κρίνω, σταθμίζω» (βλ. λ. μέδω), της οποίας εκτεταμένη βαθμίδα είναι το μηδ- του μήδομαι (πρβλ. αρμ. mit-k' «σκέψεις», αρχ. άνω γερμ. māz, γερμ. Μass). Κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για μακρόφωνη ρίζα mēd-, παρεκτεταμένη μορφή της ΙΕ ρίζας mē- «μετρώ, υπολογίζω, σταθμίζω» (πρβλ. μέτρο, μῆτις), της οποίας η απαθής βαθμίδα εμφανίζεται στο ρ. μήδομαι, ενώ η συνεσταλμένη mә1- εμφανίζεται στο ρ. μέδω. Για σύνθετα σε -μηδής και για ανθρωπωνύμια σε -μήδης (πρβλ. Διομήδης), βλ. λ. μῆδος (Ι), ενώ για ανθρωπωνύμια σε -μήστωρ (πρβλ. Ἀγα-μήστωρ, Κλυται-μήστρα), βλ. λ. μήστωρ.

Greek Monotonic

μήδομαι: (μῆδος)· Επικ. γʹ ενικ. παρατ. μήδετο, μέλ. μήσομαι, Επικ. βʹ ενικ. μήσεαι, γʹ ενικ. αόρ. αʹ ἐμήσατο, Επικ. μήσατο·
I. αποθ., έχω στον νου μου, προτίθεμαι, αποφασίζω (μετά από ανάλυση), σε Ομήρ. Ιλ.· ἅσσ' ἂν μηδοίμην, ό,τι συμβουλές θα μπορούσα να πάρω, σε Ομήρ. Οδ.
2. με αιτ. πράγμ., σχεδιάζω, δολοπλοκώ, φέρνω σε πέρας, κακὰμήδεσθαί τινι, σχεδιάζω συμφορά γι' αυτόν, σε Ομήρ. Ιλ.· μήσατό μοιὄλεθρον, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, με αιτ. προσ. και πράγμ., κακὰμήσατ' Ἀχαιούς, μηχανεύτηκε δόλο γι' αυτούς, σε Όμηρ.· ομοίως, ἐπ' ἀνδρὶ τοῦτ' ἐμήσατο στύγος, σε Αισχύλ.
3. εφευρίσκω, τέχνας, στον ίδ.· τί δὲ μήσωμαι; τι να επιχειρήσω; στον ίδ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: consider, conclude, devide, decide (Hom.).
Other forms: Aor. μήσασθαι (μῆστο <>βουλεύσατο H.), fut. μήσο-μαι.
Compounds: Rarely with ἐπι- and δια-, as 2. member e.g. in θρασυ-μήδης with bold plans (Pi., B.), also as PN (Il.). 2. μηδοσύνη prudence (hell.). 3. μήστωρ, -ωρος, -ορος m. adviser (Il., Hp.), also as PN (Il.); as 2. member e.g. δορι-μήστωρ m. spear-, war-adviser (E.), often in PN, e.g. Θεο-μήστωρ (Hdt.); f. in Κλυται-μήστρα, (s. on κλύω) a. o.; on μήστωρ s. Fraenkel Nom. ag. 1, 14ff., 66 n. 1; 2, 8 f., also Benveniste Noms d'agent 30, Schwyzer 530 n. 4 a. 531.
Derivatives: Here 2. μήδεα n. pl. counsels, (wise) plans (Il.);
Origin: IE [Indo-European] [703, 705] *meh₁-, *med- measure
Etymology: The primary thematic μήδομαι, from which μήσασθαι (beside old μῆστο?, cf. Schwyzer 751) and μήσομαι, is generally identified with the synonymous μέδομαι (s. μέδω). The lengthened grade (-η- also Dor., so old) is remarkable, as the relevant longvowel presents (Schwyzer 685) further prob. all have full grade. One might consider therefore, to separate μήδομαι from μέδομαι and to connect the root mē- measure discussed under μῆτις and μέτρον (which might be cognate with med- measure) assuming a (presentic?) δ-enlargement (cf. Schwyzer 702 f.). A cross of *mē- and *med- may also be considered. This has to be old, as the verbal noun μήδεα has an agreement in Arm. mit-k pl. id.; s. Beekes, XXX

Middle Liddell

μῆδος
1. to be minded, to intend, resolve, Il.; ἅσσ' ἂν μηδοίμην what counsels I should take, Od.
2. c. acc. rei, to plan, plot, contrive, κακὰ μήδεσθαί τινι to scheme misery for him, Il.; μήσατό μοι ὄλεθρον Od.:—also c. acc. pers. et rei, κακὰ μήσατ' Ἀχαιούς he wrought them mischief, Hom.; so ἐπ' ἀνδρὶ τοῦτ' ἐμήσατο στύγος Aesch.
3. to invent, τέχνας Aesch.; τί δὲ μήσωμαι; what shall I attempt? Aesch.

Frisk Etymology German

μήδομαι: {mḗdomai}
Forms: Aor. μήσασθαι (μῆστο· <ἐ>βουλεύσατο H.), Fut. μήσομαι
Grammar: v.
Meaning: erwägen, ermessen, ersinnen, beschließen (ep. poet. seit Il. u. Od., auch sp. Prosa).
Composita: ganz vereinzelt mit ἐπι- und δια-, als Hinterglied z.B. in θρασυμήδης mit kühnen Plänen (Pi., B.), auch als PN (Il. usw.). 2. μηδοσύνη Klugheit (hell. Dicht.). 3. μήστωρ, -ωρος, -ορος m. Ersinner, Berater (ep. seit Il., auch Hp.), auch als PN (seit Il.); als Hinterglied z.B. δοριμήστωρ m. ‘Speer-, Kriegs- berater’ (E. in lyr.), oft in PN, z.B. Θεομήστωρ (Hdt. usw.); f. in Κλυταιμήστρα, -η (s. zu κλύω) u. a.; ausführlich über μήστωρ Fraenkel Nom. ag. 1, 14ff., 66 A. 1; 2, 8 f., dazu Benveniste Noms d'agent 30, Schwyzer 530 A. 4 u. 531.
Derivative: Davon 1. μήδεα n. pl. ‘Ratschläge, (kluge) Pläne’ (ep. poet. seit Il.);
Etymology: Das primäre thematische μήδομαι, wovon μήσασθαι (neben altem μῆστο?, vgl. Schwyzer 751) und μήσομαι, wird allgemein mit dem synonymen μέδομαι (s. μέδω) zusammengehalten. Die dabei anzunehmende Dehnstufe (-η- auch dor., also alt) fällt aber auf, da die einschlägigen langvokalischen Präsentia (Schwyzer 685) sonst wohl alle Hochstufe enthalten. Es bleibt deshalb zu erwägen, ob nicht μήδομαι von μέδομαι zu trennen und in erster Linie mit dem unter μῆτις und μέτρον besprochenen - messen (das allerdings mit med- messen "urverwandt" sein kann) unter Annahme einer (präsentischen?) δ-Erweiterung zu verbinden ist (vgl. Schwyzer 702 f.). Eine Kreuzung von - und med- wäre wohl auch denkbar. Diese muß aber dann alt sein, da das Verbalnomen μήδεα in arm. mit-k‘ pl. ib. eine unmittelbare Entsprechung hat.
Page 2,223

Mantoulidis Etymological

(=σκέφτομαι, σχεδιάζω). Ἀπό τό μῆδος (=σχέδιο, ἐπινόηση) πού παράγεται ἀπό τό μἐδω (=ἄρχω, κυβερνῶ) ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις: μέδων (=κύριος, ἄρχοντας), Μέδουσα, μέδιμνος, μήστωρ (=προνοητής).