διαμιμνῄσκω
French (Bailly abrégé)
seul. pf. Pass. διαμέμνημαι;
conserver dans sa mémoire.
Étymologie: διά, μιμνῄσκω.
German (Pape)
(μιμνήσκω), stets erinnern, διαμέμνημαι, stets eingedenk sein; Xen. Mem. 1.4.13; Dion.Hal. 4.9, τὰς εὐεργεσίας.
Russian (Dvoretsky)
διαμιμνῄσκω: (только pf. διαμέμνημαι) постоянно помнить, хранить в памяти Xen.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-μιμνῄσκω, alleen perf. διαμέμνημαι vast in herinnering hebben.