διαναπείρω

Greek (Liddell-Scott)

διαναπείρω: (μόνον ποιητ. διαμπείρω) διαπερῶ, διατρυπῶ, Κόϊντ. Σμ. 1. 614.

Spanish (DGE)

v. διαμπείρω.

Greek Monolingual

διαναπείρω και διαμπείρω (Α)
διατρυπώ πέρα ως πέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. διαμπερές.