διαπιστώνω

Greek Monolingual

(AM διαπιστῶ, -όω)
1. εξακριβώνω, βεβαιώνομαι μετά από έρευνα και έλεγχο ότι κάτι είναι αναμφισβήτητα αληθινό και ακριβές.