διαποδισμός

English (LSJ)

ὁ, jumping about: a kind of dance, Poll.4.99.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
un tipo de danza o salto Hsch., pero cf. διποδισμός.

German (Pape)

[Seite 596] ὁ, das Hin- u. Herhüpfen, eine Art Tanz, Hesych.; Poll. 4, 99.

Greek (Liddell-Scott)

διαποδισμός: ὁ, τὸ πηδᾶν κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, εἶδος χοροῦ, Ἡσύχ., ὁ Πολυδ. Δ΄, 99 ποδισμός, (διποδισμός, κατὰ τὸν Kaï bel Herm. 30, 432).