ποδισμός

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποδισμός Medium diacritics: ποδισμός Low diacritics: ποδισμός Capitals: ΠΟΔΙΣΜΟΣ
Transliteration A: podismós Transliteration B: podismos Transliteration C: podismos Beta Code: podismo/s

English (LSJ)

ὁ,
A measuring by feet, = Lat. pedatura, Veg.2.7: in land-surveying, Frontin. in Corp.Agrimens.Rom. ip.16 Thulin.
2 in Metric, scansion, π. μετρικός Eust.456.39: hence, metaph., of the pulse, Ruf. Syn.Puls.4.4.
II a kind of dance, Poll.4.99.

German (Pape)

[Seite 643] ὁ, das Messen mit, nach Füßen, Gramm. – Bei Poll. 4, 99 ein Tanz.

Greek (Liddell-Scott)

ποδισμός: ὁ, τὸ ποδίζειν, μετρικὸς Εὐστ. 456. 40, πρβλ. Βεγέτιον (Vegetus) 2. 7. II. εἶδος ὀρχήσεως, Πολυδ. Δ΄, 99, πρβλ. 102· ὅθεν προτείνεται ἡ διόρθωσις πόδιζε ἀντὶ τοῦ σπόδιζε, ἐν Κρατίνου «Τροφωνίῳ» 4.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ ποδίζω
1. το μέτρημα απόστασης με τα πόδια, με βήματα
2. η μέτρηση του στίχου σε πόδες
αρχ.
είδος χορού.