διαρίθμησις

English (LSJ)

-εως, ἡ, reckoning up, χρημάτων Plu.2.27c; χρόνου Theo Sm.p.148H.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
recuento, cómputo τῶν ἑκατέρωθεν ψήφων SEG 9.8.32 (Cirene I a.C.), τῶν ἡμερῶν Sor.4.36.7, τῶν κανόνων Iambl.Myst.9.3
enumeración τῶν ἐθνῶν Str.12.1.2, cf. 9.2.21, τῶν χρημάτων Plu.2.27c
cómputo χρόνου Theo Sm.148.

German (Pape)

[Seite 599] ἡ, das Herzählen, Herrechnen, Plut. de and. poet. 7.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
énumération détaillée.
Étymologie: διαριθμέω.

Greek (Liddell-Scott)

διᾰρίθμησις: -εως, ἡ, ἡ πρᾶξις τοῦ ἀπαριθμεῖν ἀνὰ ἕν, Πλούτ. 2. 27C.

Russian (Dvoretsky)

διᾰρίθμησις: εως ἡ подсчет (τῶν χρημάτων Plut.).