подсчет
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
Russian > Greek
γραφή, συμμέτρησις, ἐκλογισμός, διαλογή, ἀρίθμησις, διαλογισμός, διαρίθμησις, συλλογισμός, λογισμός, ἀριθμός
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
γραφή, συμμέτρησις, ἐκλογισμός, διαλογή, ἀρίθμησις, διαλογισμός, διαρίθμησις, συλλογισμός, λογισμός, ἀριθμός