poet. for διαρρίπτω, dub. l. in Ar.Th.665(lyr.).
[Seite 599] = διαῤῥίπτω, Ar. Th. 665.
διαρίπτω: ποιητ. ἀντὶ διαρρίπτω, Ἀριστοφ. Θεσμ. 665.
διαρίπτω: поэт. Arph. v.l. = διαρρίπτω.