διαρρήκτης

English (LSJ)

διαρρήκτου, ὁ, plotter, Hsch.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ 1 el que rompe c. gen. obj., fig. τῆς εὐαρμοστίας τοῦ βίου Meth.Symp.43.
2 conspirador Hsch.

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που κάνει διάρρηξη
2. αυτός που παραβιάζει κλειδαριές για να κλέψει.