πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
η (AM διάρρηξις, -εως)μσν.- νεοελλ.1. θραύση σε ολόκληρη την έκταση2. παραβίαση κλειστού χώρου με σκοπό την κλοπή3. κλοπή4. ακύρωση (αρραβώνα, συμβολαίου κ.λπ.)5. διακοπήαρχ.διαρραγή, σπάσιμο.