διατελευτάω

English (LSJ)

bring to fulfilment, θεὸς διὰ πάντα τ. Il.19.90.

Spanish (DGE)

llevar a término, cumplir θεὸς διὰ πάντα τελευτᾷ Il.19.90 (tm.).

German (Pape)

[Seite 606] (ganz) vollenden, Il. 19, 90, in tmesi.

French (Bailly abrégé)

διατελευτῶ :
achever complètement.
Étymologie: διά, τελευτάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-τελευτάω in vervulling doen gaan, in tmes.:. θεὸς διὰ πάντα τελευτᾷ de godheid doet alles in vervulling gaan Il. 19.90.

Russian (Dvoretsky)

διατελευτάω: in tmesi совершать Hom.

Greek Monolingual

διατελευτῶ (διατελευτάω) (Α) εκπληρώνω, τελειώνω.

Greek Monotonic

διατελευτάω: μέλ. -ήσω, εκπληρώνω, οδηγώ προς ολοκλήρωση, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

διατελευτάω: ἐκπληρῶ, φέρω εἰς πέρας, Ἰλ. Τ. 90, ἐν τμήσει.

Middle Liddell

fut. ήσω
to bring to fulfilment, Il.