οδηγώ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
Greek Monolingual
-άω και -έω (ΑΜ οδηγῶ, -έω) οδηγός
1. εκτελώ έργο οδηγού, προπορεύομαι και δείχνω τον δρόμο σε κάποιον, κατευθύνω
2. υποδεικνύω τον σωστό τρόπο ενέργειας ή συμπεριφοράς, καθοδηγώ («οδηγεί τους νέους στην αρετή»)
νεοελλ.
1. είμαι οδηγός μηχανοκίνητου οχήματος
2. καταλήγω, απολήγω, φέρω ή φτάνω κάπου (α. «οι κακοί χειρισμοί οδήγησαν την οικονομία μας στο χείλος της καταστροφής» β. «οδηγήθηκε στο έγκλημα από το πάθος του για το χρήμα»
3. χρησιμεύω στη διαμόρφωση γνώμης γύρω από ένα θέμα ή για την επίλυση ενός ζητήματος (α. «η ανάλυση του αίματος θα οδηγήσει στον καθορισμό της θεραπείας που θα ακολουθήσει» β. «το πόρισμα της ανάκρισης θα μάς οδηγήσει στις περαιτέρω ενέργειες»
αρχ.
μτφ. διδάσκω.