διατιτραίνω

English (LSJ)

διατιτράω, διατίτρημι, v. διατετραίνω.

Greek (Liddell-Scott)

διατιτραίνω: διατιτράω, ἴδε ἐν λ. διατετραίνω.

German (Pape)

διατιτράω, Theophr.