διατίτρημι
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
v. διατετραίνω.
Spanish (DGE)
1 perforar, taladrar διατιτρὰς εἴσω (τοῦ θώρακος) Ruf.Ren.Ves.2.36, τι μέρος del hueso, Gal.3.717, cf. 4.89, 14.49, τὰ σκάφη τῶν Λιβύων ... διετίτρη πρύμνας App.Pun.122, c. dat. instrum. ὀστοῦν ... διατίτρησιν ... λοξαῖς ἕλιξι δίκην λαβυρίνθου Gal.3.645, cf. 4.298, en v. pas. ὕδωρ ... ἐκ τοῦ διατιτραμένου λόφου καταφερόμενον agua que desciende de una colina perforada Gal.12.239, τὰ διατιτράμενα τῶν ὀστῶν Gal.3.720, 4.86, 98.
2 c. ac. de resultado abrir διατιτράντες ἄνω τὰς ὑπογείους ὁδούς excavando hacia la superficie los caminos subterráneos D.C.69.12.3.