διαυγέω
English (LSJ)
A dawn, ἡμέρας -ούσης Plu.Arat.22, D.H.5.49.
II ἧττον δ. to be less obvious, of a tumour, Antyll. ap. Orib.46.27.4.
III Pass., to be transparent, Gal.7.88, Hsch.
Spanish (DGE)
I amanecer ἡμέρας <δ'> ἤδη διαυγούσης Plu.Arat.22, cf. D.H.5.49.
II 1ser perceptible, manifestarse de un tumor ὄγκος αὐτοῖς ἧσσον διαυγήσει καὶ ἀντιμεταστήσεται βραδύτερον en cierto tipo de hidrocefalia, Antyll. en Orib.46.28.4, cf. en v. med. διαυγεῖσθαι· διορᾶσθαι Hsch.
2 en v. med., de la córnea ser transparente ὅταν ... τὴν πρὸ αὐτῆς μοῖραν τοῦ κερατοειδοῦς διαυγουμένην ἀμέμπτως ἔχῃ Gal.7.88.
3 en v. act. y med. resplandecer χλωρότης λαμπρὸν διαυγουμένη Gal.19.155, (λίθος) διαυγεῖ δὲ ὡς πῦρ Aët.2.33.
German (Pape)
[Seite 609] = διαυγάζω; ἡμέρας ἤδη διαυγούσης Plut. Arat. 22; vgl. διαυγάω.
French (Bailly abrégé)
διαυγῶ :
briller à travers, commencer à briller, poindre.
Étymologie: διά, αὐγέω.
Russian (Dvoretsky)
διαυγέω: Plut. = διαυγάζω 2.
Greek (Liddell-Scott)
διαυγέω: διαυγάζω, Πλούτ. Ἀράτ. 22, Διον. Ἁλ. 5.49 (κοινῶς διαυγώσης ἀντὶ τοῦ διαυγούσης), Ἄντυλ. (Ὀρειβ. 122, Cocch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαυγέω [διαυγής] glans verspreiden:. ἡμέρας δ’ ἤδη διαυγούσης toen de dageraad reeds gloorde Plut. Arat. 22.9.