διαυλοδρομία

English (LSJ)

ἡ, running forwards and backwards, Lyd.Mens.1.12.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
recorrido de ida y vuelta ἐκ ... τῆς ἑπτάκις ... διαυλοδρομίας Lyd.Mens.1.12.

German (Pape)

[Seite 609] ἡ, der Doppellauf, Laur. Lyd.

Greek (Liddell-Scott)

διαυλοδρομία: ἡ, ἀγὼν διαύλου, Ἰω. Λυδ. π. Μην. σ. 8.

Greek Monolingual

διαυλοδρομία, η (Α)
αγώνας διαύλου.