διαφορίζω

Spanish (DGE)

descartar, rechazar τὴν πᾶσαν ὑπόθεσιν Eustr.in APo.101.9.

Greek Monolingual

μαθ. κάνω υπολογισμούς για να βρω το διαφορικό συναρτήσεως.