διαχαυνόω
Greek (Liddell-Scott)
διαχαυνόω: καθιστῶ τινα χαῦνον, Ἰω. Χρυσ. 3. 835.
Spanish (DGE)
1 abrir un hueco en, fig. ablandar, relajar ἐπειδὰν (ὁ διάβολος) μικρὸν ἡμᾶς διαχαυνώσῃ Chrys.M.62.102, ὁ ἔπαινος ... διαχαυνοῖ τὸν φιλέπαινον Eust.796.20.
2 intr., en v. med. ablandarse εἰώθασιν ... πάντες ἄνθρωποι διαχαυνοῦσθαι τὴν διάνοιαν Tit.Bost.Man.M.18.1160C.