διβαφής
English (LSJ)
διβαφές, = δίβαφος (double-dyed), Sm., Thd. Ex. 25.4.
Spanish (DGE)
-ές teñido dos veces Al.Ex.25.4.
Greek (Liddell-Scott)
διβαφής: -ές, δὶς βεβαμμένος, Ἑβδ. (Ἐξόδ. κεʹ, 4).
Greek Monolingual
-ές (ΑΝ) και δίβαφος, -ο (Α -ος, -ον)
αυτός που είναι δύο φορές βαμμένος.