διδάκτορας

Greek Monolingual

ο
μεταπτυχιακός τίτλος που απονέμεται σε επιστήμονα για μια πρωτότυπη πραγματεία του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. διδάκτωρ μαρτυρείται στους Ελληνικούς Κώδικες (αρχή εκδ. 1833)].