διεκφυγή

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ escapatoria Ath.Al.M.27.33D.

Greek Monolingual

η
1. το να διεκφεύγει κάποιος ή κάτι
2. λαθραία διαφυγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διεκφεύγω. Η λ. μαρτυρείται από το 1875 στον Α. Ρ. Ραγκαβή].