διελεγκτέον

English (LSJ)

one must refute, Plu.2.450b.

Spanish (DGE)

hay que refutar οὐ τοῦτο νῦν δ. Plu.2.450b.

French (Bailly abrégé)

adj. verb. de διελέγχω.

Greek (Liddell-Scott)

διελεγκτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ διελέγχω, Πλούτ. Ἠθ. 450.