διελέγχω
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
A refute, Pl.Grg. 457e, Arist.Fr.94, Plb.7.3.3, Luc.Prom. 6, etc.
II convict, expose, Ph.1.265, al., Plu.2.437b, PLips.40iii23 (iv A. D.):—Pass., Philostr.Jun.Im.1, BGU321.14 (iii A. D.).
III prove, try, Philostr.Gym.17; investigate, Jul.Or.3.118b:—Pass., πάντα δ. φωτί Ph.2.345.
IV Med. or Pass., dispute, LXX Is.1.18, Mi.6.2.
2 Pass., to be distinguished, Phlp. in Mete.128.30.
Spanish (DGE)
A tr.
I poner a prueba, someter a examen o interrogatorio ἐκ τούτου δ. ... τὴν εὐγένειαν Arist.Fr.94, τούτους ... δ., εἴ τι τυγχάνουσι ψευδόμενοι Plb.7.3.3, τὴν δ' αἶγα δ. τὸ ψυχρὸν ὕδωρ (creen) que el agua fría pone a prueba a la cabra Plu.2.437b, τὸν γυμναστὴν ... εἰ καρτερεῖν οἶδε καὶ θέρεσθαι Philostr.Gym.17, en v. pas. φωτὸς συνεργοῦντος, ᾧ πάντα αὐγάζεταί τε καὶ διελέγχεται gracias a la luz, que ilumina y sondea todas las cosas Ph.2.345
•abs. hacer una investigación antes de dar por buena una acusación engañosa, Iul.Or.2.118b.
II c. resultado neg.
1 refutar con argumentos σε Pl.Grg.457e, οὐδέ ἐστι τὸ δυνάμενον αὐτὰς (τὰς αἰσθήσεις) δ. Epicur.[1] 31, πάσας αἱρέσεις Vett.Val.288.24, ταῦτα ... ὡς ψευδῆ διελεγξάτω Gr.Nyss.Eun.3.2.97, en v. pas. ταῦτα δὲ πάντα διελεγχθήσεσθαι νομίζω σαφῶς I.Ap.2.149
•abs. hacer una refutación, ejercer el derecho de réplica εἰ ... ἔξαρνος εἶ μὴ εἰργάσθαι αὐτά, δεήσει ... δ. Luc.Prom.6, cf. Pisc.29.
2 poner en evidencia, denunciar, desenmascarar τὴν ἀτοπίαν καὶ περιεργίαν Plu.2.663c, αὐτόν Luc.Alex.44, τὴν φιλόνεικον αὐτῶν δυσμένειαν Hsch.H.Hom.6.6.22, τὸ ἀλαζονικὸν αὐτῶν ... φρόνημα Thdt.Is.6.293, τῶν εἰδώλων τὸ μάταιον Thdt.Is.12.139, τὰ πάθη αὐτά Steph.in Hp.3.272.11, c. part. pred. del compl. διελέγξω ὑμᾶς ἀθεωτάτους ὄντας A.Io.39.10, en v. pas. ἂν μὴ καὶ τὸν αὐτὸν τρόπον διελεγχθῶμεν ἐκείνοις ἅπαντα λέγοντες a menos que resultemos convictos de decirlo todo del mismo modo que aquellos Str.1.2.1, διελεγχθεὶς ἐπ' ἄλλοις οὕτως habiendo sido hallado culpable de (crímenes) similares contra otros I.AI 16.319, διελεγχόμενοι οἱ ἔνδον οἰκοῦντες ὡς ἐξ αὐτῶν ἐπηρείας τοῦτο γεγένηται BGU 321.14 (III d.C.), cf. Philostr.Iun.Im.1.3, ὑπὸ τῶν συνειδότων Hld.8.9.18.
3 amonestar, recriminar, censurar (ταῦτα) Luc.Deor.Con.8, μὴ φέρων αὐτὸν (τὸν πατέρα) διελέγχοντά με A.Io.49.11.
III c. resultado posit.
1 comprobar u obtener pruebas de la veracidad de algo διελέγξας τὰ γεγραμμένα cuando comprobó la veracidad de los escritos D.C.58.11.7, διέλεγξον αὐτὸν ὅτι χρυσίον σου ἀφείλατο PLips.40.3.23 (IV/V d.C.).
2 demostrar la verdad frente a la opinión contraria τὴν αἰσθητὴν μουσικὴν τῆς νοητῆς ἀκριβείᾳ πολὺ λείπεσθαι διελέγχων demostrando que la música sensible dista mucho en precisión de la inteligible Aristid.Quint.96.28, en v. pas. τῶν φημιζομένων ἕν τι διελεγχθὲν ἅπασιν πίστιν ἐπετίθει I.BI 1.470, διελέγξεται (τὸ ὄν) οὐκ ὂν ἀληθῶς ἡνωμένον Dam.Pr.65.
B intr. en v. med. debatir, disputar μετὰ τοῦ Ισραηλ LXX Mi.6.2, διελεγχθῶμεν resolvamos nuestras diferencias LXX Is.1.18, cf. Hsch.
•reprenderse mutuamente οὐκ ἰσχύω εἰς ὄψιν ἀκοῦσαι διελεγχομένων αὐτῶν no tengo fuerzas para presenciar y oír sus mutuas recriminaciones, PMil.Vogl.24.46 (II d.C.).
German (Pape)
[Seite 619] (s. ἐλέγχω), ganz widerlegen, Plat Gorg. 457 e u. Folgde, z. B. Pol. 7, 3, 3. – Med., mit einander rechten, μετά τινος, LXX.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
1 réfuter à fond, acc.;
2 convaincre, démontrer.
Étymologie: διά, ἐλέγχω.
Russian (Dvoretsky)
διελέγχω:
1 полностью опровергать (τινά и τι Plat., Arst., Polyb., Luc.);
2 испытывать, проверять (τι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
διελέγχω: ἐντελῶς ἐλέγχω, ἀνασκευάζω, ἀναιρῶ, Πλάτ. Γοργ. 457Ε, Ἀριστ. Ἀποσπ. 85.
Greek Monolingual
διελέγχω (AM) ελέγχω
1. ελέγχω αυστηρά, εξετάζω με κάθε λεπτομέρεια
2. αποδεικνύω ότι κάτι είναι εσφαλμένο, ανασκευάζω, ξεσκεπάζω
αρχ.
1. καταδικάζω
2. εξετάζω, ανακρίνω
3. δοκιμάζω
4. (μέσ. ή παθ.) συζητώ
5. παθ. διακρίνομαι, γίνομαι φανερός.
Greek Monotonic
διελέγχω: μέλ. -ξω, ανασκευάζω, αναιρώ ολοκληρωτικά, σε Πλούτ.