διεξαιρέω
English (LSJ)
remove, abolish, strengthened for ἐξαιρέω, Demetr. Eloc.299.
Spanish (DGE)
1 arrebatar, privar de οὐκ ὀλίγον ... τῆς δεινότητος Dem.Eloc.299.
2 fraccionar, dividir τὸ χωρίον εἰς τὰ δοθέντα μέρη Hero Dioptr.26.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
διεξαιρέω: ἐπιτεταμ. ἐξαιρέω, Δημήτρ. Φαλ. 323.