διεξερπύζω

German (Pape)

[Seite 619] durch- u. herausschleichen, εἰς νομούς, Arist. mund. 6, 16.

Spanish (DGE)

deslizarse, volver de un animal al que se saca de su medio ambiente εἰς τὰ σφέτερα ἤθη καὶ νομοὺς διεξερπύσει Arist.Mu.398b33.

Russian (Dvoretsky)

διεξερπύζω: выползать, выходить, продвигаться (πρός и εἴς τι Arst.).