deslizarse
From LSJ
Spanish > Greek
ἕλκω, διολισθάνω, ἀνερπύζω, διαρρυΐσκομαι, διεξερπύζω, εἰλύω, εἰσέρπω, διέρπω, ἀπολισθαίνω, ἐκλιστράω, ἐνολισθαίνω
ἕλκω, διολισθάνω, ἀνερπύζω, διαρρυΐσκομαι, διεξερπύζω, εἰλύω, εἰσέρπω, διέρπω, ἀπολισθαίνω, ἐκλιστράω, ἐνολισθαίνω