διευθυντήρ

English (LSJ)

διευθυντῆρος, ὁ,
A pilot, governor, Man.4.106.
II δ. ψήφων accountant, auditor, Cat.Cod.Astr.2.172 (pl.).

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ
1 piloto, fig. guía de gobernantes οἴκων δ. ἐν ὄλβῳ Man.4.106.
2 calculador, contable ψήφων Vett.Val.381.8, Cat.Cod.Astr.2.172.11.

Greek (Liddell-Scott)

διευθυντήρ: ῆρος, ὁ, διευθυντής, κυβερνήτης, Μανέθων 4. 106.

German (Pape)

ῆρος, ὁ, Lenker, Verwalter, οἴκων, Man. 4.106.