pilot
From LSJ
Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. and V. κυβερνήτης, ὁ, V. οἰακοστρόφος, ὁ, πρυμνήτης, ὁ, ναοφύλαξ, ὁ (Sophocles, Fragment).