διευριπίζω
English (LSJ)
to be constantly changing like the tide of the Euripus, Arist.Pr.940a3 (διαρριπίζω cj. Dind.).
Spanish (DGE)
soplar de aquí y de allá e.e. en continuas corrientes ὁ ἀήρ Arist.Pr.940a3.
Greek (Liddell-Scott)
διευρῑπίζω: συνεχῶς μεταβάλλομαι ὡς τὸ ῥεῦμα τοῦ Εὐρίπου, Ἀριστ. Προβλ. 25. 22· ὁ Δινδ. ὑποπτεύει ὅτι θὰ εἶνε ἐφθαρμένον ἀντὶ τοῦ διαρριπίζω.
Russian (Dvoretsky)
διεῠρῑπίζω: двигаться (подобно Еврипу) в противоположных направлениях (διευριπίζει ὁ ἀήρ Arst.).
German (Pape)
[ρῑ], von der Luft, Arist. Probl. 25.22, sich wie die Strömungen im Euripus in entgegengesetzten Richtungen bewegen.