δικέφαλος

English (LSJ)

δικέφαλον, two-headed, ib.540b3, GA770a24, Paul.Aeg.3.76; δράκων D.C.50.8.

Spanish (DGE)

-ον
bicéfalo ὄφις Arist.HA 540b3, GA 770a24, del perro Orto, Apollod.2.106, δράκων D.C.50.8.4, τὸ κυόμενον Paul.Aeg.3.76.1, ἄνθρωποι Ps.Callisth.13.5E, s. cont. IG 11(2).154B.51 (III a.C.)
fig. ἡ δ. ἀλώπηξ dicho de Severo Antioqueno por admitir la duplicidad de personas en Cristo, Eust.Mon.Ep.972
medic. dicéfalo de un tumor con dos prominencias Cass.Fel.35.

German (Pape)

zweiköpfig, Arist. H.A. 5.4 und Sp.

Russian (Dvoretsky)

δικέφᾰλος: двухголовый (ὄφις Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

δῐκέφᾰλος: -ον, ὁ δύο κεφαλὰς ἔχων, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5.4, π.Ζ. Γεν. 4.4,6.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δικέφαλος, -ον)
αυτός που έχει δύο κεφάλια
νεοελλ.
1. φρ. «δικέφαλος μυς» — ονομασία δύο μυών που εκφύονται με δύο τένοντες ή δύο κεφαλές
2. το αρσ. ως ουσ. ο δικέφαλος
ο δικέφαλος αετός, το κατ' εξοχήν βυζαντινό σύμβολο.