δικτυουλκός

English (LSJ)

δικτυουλκόν,
A drawing nets, Poll.7.137.
II Subst., fisher, Iamb.VP8.36: Οἱ Δικτυουλκοί = The Net-Haulers title of play by Aeschylus.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
el que tira de la red, pescador con red Porph.VP 25, Iambl.VP 36, Poll.7.137
Οἱ Δικτυουλκοί = Los que tiran de la red tít. de un drama satírico de Esquilo, Ael.NA 7.47, Poll.7.35, Hsch.θ 1024.
• Diccionario Micénico: de-ku-tu-wo-ḳọ (??).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
pêcheur au filet.
Étymologie: δίκτυον, ἕλκω.

German (Pape)

ὁ (ἕλκω), Netzzieher, Fischer; Poll. 1.96; Iambl.; – οἱ δ., ein Stück des Aeschylus, das auch δικτυουργοί genannt wird, Ael. N. H. 7.47.

Russian (Dvoretsky)

δικτυουλκός:тянущий невод, рыбак Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

δικτυουλκός: -όν, ὁ σύρων δίκτυα, Πολυδ. Α΄, 98, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. σ. 78. ― Δικτυουλκοί, δρᾶμά τι τοῦ Αἰσχύλου, Αἰλιαν. π. Ζ. 7, 47.

Greek Monolingual

δικτυουλκός, -όν (Α)
1. αυτός που τραβάει τα δίχτυα
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Δικτυουλκοί
τίτλος δράματος του Αισχύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκτυον + -ουλκός < ολκή ή ολκός (πρβλ. ιχθυουλκός)].