διμέτωπος
English (LSJ)
διμέτωπον, with two fronts, App. BC5.33.
Spanish (DGE)
-ον
de dos frentes o caras, bifronte ref. a dispositivos de asedio, App.BC 5.33, δ.· bifrons, Gloss.2.277.
Greek (Liddell-Scott)
διμέτωπος: -ον, δύο ἔχων μέτωπα, Ἀππ. Ἐμφύλ. 5. 33.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α διμέτωπος, -ον)
αυτός που έχει δύο μέτωπα, δηλ. αντιμετωπίζει δύο διαφορετικούς αντιπάλους («διμέτωπος αγώνας»)
αρχ.
εκείνος που έχει δύο μέτωπα.
German (Pape)
doppelstirnig, von Festungswerken, App. B.C. 5.33.