δινόω
English (LSJ)
turn with a lathe, Eust.412.31, etc.
Spanish (DGE)
hacer girar, ἀνάγκη γὰρ τὸ δινοῦν τὸ μὲν ἕλκειν τὸ δ' ὠθεῖν pues lo que hace girar debe necesariamente por una parte tirar, por otra empujar en el mov. de rotación, Arist.Ph.244a3
•girar en un torno δινώσω δὲ ἀντὶ τοῦ τορεύσω Eust.412.31, cf. 939.61, 1635.62, δῖνος σημαίνει ... τόρνον, παρὰ τοῦ δινοῦσθαι EM 277.15G.
German (Pape)
[Seite 632] rund machen, drechseln; davon adject. verbal. δινωτός, gerundet, rund gedrechselt, überhaupt wohl = zierlich gearbeitet; Homer dreimal: Iliad. 13, 407 ἀσπίδι πάντοσ' ἐίσῃ, τὴν ἄρ' ὅ γε ῥινοῖσι βοῶν καὶ νώροπι χαλκῷ δινωτὴν φορέεσκε, δύω κανόνεσσ' ἀραρυῖαν, Apollon. Lex. Homer. p. 59, 4 Δινωτήν· στρογγύλην; Iliad. 3, 391 δινωτοῖσι λέχεσσιν, Scholl. Aristonic. ὅτι δεινωτὰ (es ist wohl unbedenklich δινωτά zu schreiben; Fried laender δεινωτὰ) λέχη λέγει ἤτοι διὰ τὸ τετορνεῦσθαι τοὺς πόδς, ἢ διὰ τὴν ἔντασιν τῶν ἱμάντων· πρώτῃ γὰρ ἐχρῶντο τῇ διὰ τῶν ἱμάντων πλοκῇ, Apollon. Lex. Homer. p. 59, 5 Δινωτοῖσι λεχέεσσι· στρογγύλοις, ἀπὸ τῆς τῶν κλινοπόδων περιφερείας; Odyss. 19, 56 κλισίην, δινωτὴν ἐλέφαντι καὶ ἀργαρῳ, vgl. oben (ἀσπίδα) ῥινοῖσι καὶ χαλκῷ δινωτήν. – Sp. D.; θρόνος Apoll. Rh. 3, 44.