διοίσω

English (LSJ)

διοίσομαι, v. διαφέρω.

French (Bailly abrégé)

f. de διαφέρω.

German (Pape)

fut. zu διαφέρω.

Russian (Dvoretsky)

διοίσω: fut. к διαφέρω.

Greek (Liddell-Scott)

διοίσω: διοίσομαι, ἴδε ἐν λ. διαφέρω.

Greek Monotonic

διοίσω: δι-οίσομαι, Μέσ. και Ενεργ. μέλ. του διαφέρω.