διοπωπεύς

Spanish (DGE)

-έως
que vigila, que observa con atención διοπωπέας τοὺς βασιλεῖς φασίν, ἐπεὶ ἐφεώρων τοὺς ἀρχομένους AB 237.24, cf. EM 278.12G.

German (Pape)

ὁ, = δίοπος, EM. und B.A. 237, wo auch das Verbum διοπωπεύω angeführt ist.