διποδία

English (LSJ)

ἡ,
A two-footedness, Arist.PA643a3, Plot.6.3.5.
II a Lacedaemonian dance, Cratin.162.
III in Metric, combination of two feet, Anon.Oxy. 220 viii 1, Heph.4.3, Aristid.Quint.1.24, etc.

Spanish (DGE)

(δῐποδία) -ας, ἡ
1 hecho de ser bípedo Arist.PA 643a3, Plot.6.3.5.
2 cierto baile laconio, Cratin.173, Poll.4.101, Hsch.
3 longitud de dos pies, IAE 51.8, 13 (III a.C.).
4 métr. dipodia, combinación de dos pies Anon. en POxy.220.8.1, Heph.4.3, Aristid.Quint.48.10, Sch.Pi.O.13T.

German (Pape)

ἡ,
1 das Zweifüßigsein, Arist. part. an. 1.3 (643.3).
2 In der Metrik, die Verbindung zweier Versfüße zu einem Versgliede, Metric.
3 Bei Poll. 4.101 und Cratin. bei Schol. Ar. Lys. 1243, ein lakonischer Tanz.

Russian (Dvoretsky)

διποδία:
1 двуногость (ἀνθρώπου ἢ ὄρνιθος Arst.);
2 стих. диподия, сочетание двух стоп;
3 диподия (лаконская пляска).

Greek (Liddell-Scott)

διποδία: ἡ, τὸ ἔχειν δύο πόδας, Ἀριστ. Ζ. Μ. 1. 3, 4. ΙΙ. ὄρχησις Λακωνική, Κρατῖν. Πλούτ. 5. ΙΙΙ. ἕνωσις δύο ποδῶν εἰς ἓν μέτρον, ὡς ἐν τοῖς ἰάμβοις, Λογγῖν. Ἀποσπ. 3. 7, κτλ.

Greek Monolingual

η (AM διποδία)
1. το να έχει κανείς δύο πόδια
2. (μετρ.) η ένωση δύο μετρικών ποδιών σ' ένα κώλο, μέτρο
νεοελλ.
διποδισμός
αρχ.
είδος χορού τών Λακεδαιμονίων.