ἕνωσις
Βίων δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Bion used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Bion said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
English (LSJ)
ἑνώσεως, ἡ, (ἑνόω)
A combination into one, union, unification, reunion, unity, Philol.10, Archyt. ap.Stob.1.41.2, Arist.Ph.222a20, GC328b22, Phld.Po.2.17, Ph.1.45, al.; τοῦ συμφραζομένου A.D.Synt.175.16, cf. Hermog.Id.2.11: pl., Procl.Inst.63.
II compression, Heliod. ap. Orib.46.11.20.
Spanish (DGE)
ἑνώσεως, ἡ
• Morfología: [dór. gen. ἑνώσιος Ps.Archyt.Pyth.Hell.20.4]
I 1reunión o unificación de dos o más cosas fundidas en una sola, acción de reducir a uno
a) fil. unión en uno, unificación (Ζεύς) ταυτότητα πᾶσιν ἐνέσπειρε καὶ ἕνωσιν τὴν δι' ὅλων διήκουσαν Pherecyd.Syr.B 3, τὰ δ' ἐναντία συναρμογᾶς ... δεῖται καὶ ἑνώσιος Ps.Archyt.l.c., op. μερισμός ‘división en partes’, Xenocrates 189, ἔστι δὲ ταὐτὸ ... ἡ διαίρεσις καὶ ἡ ἕ. Arist.Ph.222a20, op. διασκεδασμός ‘diseminación’, Porph.Marc.10
•c. gen. plu. subjet. unión de ἔστι γὰρ ἁρμονία πολυμιγέων ἕνωσις pues armonía es unión de varias cosas mezcladas Philol.B 10, ἡ μουσικὴ ... τῶν πολλῶν ἕ. Pythag. en Theo Sm.12.12, tb. c. ἐκ y gen. plu. ἡ δὲ ἐκ πολλῶν ἕ. Clem.Al.Protr.9.88
•c. gen. obj. unión con ἡ τοῦ παντὸς ἕ. τε καὶ κοινωνία la unión y comunidad con el universo Aristid.Quint.104.30, tb. c. ἐκ, ἀπό y gen. φεύγειν τὴν ἐξ ἀμίκτου πράγματος ἕνωσιν huir de la unión con algo que no admite ser mezclado Ph.2.398, αἱ ἀπὸ τοῦ ἑνὸς ἑνώσεις Procl.Inst.63;
b) medic. y anat. unión, unificación de partes orgánicas, continuidad σύμφυσιν καὶ ἕνωσιν λαμβάνειν τὰ μόρια conseguir las partes cohesión y unión Gal.1.238, κεφαλὰς (τοῦ μυός) ... ἰούσας εἰς ἕνωσιν μυός Gal.2.238, de las venas, Gal.2.379, διασῴζειν τὴν ἕνωσιν op. διασπᾶσθαι ‘desgarrarse’, Orib.47.8.2, ἐμποδίζει γὰρ τῇ ἑνώσει τῶν σιτίων ref. la formación del bolo alimenticio, Philum. en Aët.9.23;
c) gram., de la unidad de los fonemas en los significados, identificación, sincretismo τῶν φωνῶν συνῳκειωμένων τῇ τοῦ συμφραζομένου ἑνώσει A.D.Synt.175.16, cf. Apoll.Mt.41
•mezcla, unión en el sent. de uso indistinto εἰς ἕνωσιν ἄγειν reducir a uno solo dos modos verbales defectivos, A.D.Synt.258.2;
d) agr. unión equiv. a ‘injerto’ ὅσα δὲ μὴ εὔκαρπα ... συμφυεστάτῃ ἑνώσει βελτιοῦν ἐθελήσει los (árboles) que no dan buen fruto querrá mejorarlos haciendo una unión bien fuerte Ph.1.301;
e) geom. unión, fusión de líneas, planos, etc., tb. punto de unión αἱ ... γωνίαι ... ἀποτελοῦνται καὶ τελειοτέρας ἑνώσεις Hero Def.136.24, op. παράθεσις ‘yuxtaposición’, S.E.M.9.416;
f) gener. unión, unidad μνημείῳ ... οὐκ ἐκ λογάδων λίθων οἰκοδομηθέντι καὶ τὴν ἕνωσιν οὐ φυσικὴν ἔχοντι en un sepulcro no construido de piedras sin tallar y sin unidad natural ref. al de Cristo, Origenes Cels.2.69, cf. Or.21.2.
2 de pers. unión matrimonial πρέπει δὲ τοῖς γαμοῦσι καὶ ταῖς γαμουμέναις, μετὰ γνώμης τοῦ ἐπισκόπου τὴν ἕνωσιν ποιεῖσθαι Ign.Pol.5.2, cf. Athenag.Leg.33.6.
3 relig. unión, comunión de las almas con la divinidad ἕνωσις παντελής, ἐπάνοδος ... πρὸς τὸ θεῖον Dam.Hist.Phil.123A, ἡ προσευχὴ πρὸς τὸν θεὸν οὖσα ... πρὸς τὸν θεὸν ἕ. Anon.Hier.Luc.11, de la unión de cuerpo y alma en el hombre, Iust.Phil.Qu.et Res.M.6.1317A, περὶ ἑνώσεως ψυχῆς καὶ σώματος Nemes.Nat.Hom.3 tít.
•esp. crist., ref. la unión substancial de las dos naturalezas en Cristo ἕνωσιν εὔχομαι σαρκὸς καὶ πνεύματος Ἰησοῦ Χριστοῦ Ign.Magn.1.2, cf. 13.2, cf. Ath.Al.M.26.1065B, ἕ. σαρκός, ψυχῆς καὶ θεότητος Ammon.Io.201.4, θείας φύσεως ἕ. ... πρὸς τὸ ἀνθρώπινον Gr.Nyss.Or.Catech.39.6, ἕ. ἀδιάτμητος Cyr.Al.Chr.Un.735d
•rel. la trinidad (φυσικήν) τὴν ἕνωσιν εἶναι τοῦ Υἱοῦ τὴν πρὸς τὸν Πατέρα καὶ Θεόν Cyr.Al.Dial.Trin.1.406c
•en la fórmula de saludo τῇ τοῦ Πνεύματος ἑνώσει en la unidad del Espíritu Santo, PFouad 86.21 (VI d.C.).
4 concordia, acuerdo, estado de comunión entre las primitivas iglesias, Constantius Imp. en Ath.Al.Apol.Sec.54.5.
II sent. más abstr.
1 unidad, cualidad de un ser único, de un todo ἡ τῆς μοναδικῆς οὐσίας ἕνωσις la unidad de la sustancia monádica Clem.Al.Protr.9.88.
2 cohesión, fuerza unificadora en el discurso, Hermog.Id.2.11 (p.395), op. παράθεσις y sinón. de ἀλληλουχία Theol.Ar.17.
3 entre los gnósticos Henosis, e.e., Unión n. de un eón valentiniano, que es pareja de «Inmortal», Iren.Lugd.Haer.1.1.2.
German (Pape)
[Seite 861] ἡ, die Vereinigung; Archyt. Stob. ecl. phys. 1, 43 M. Ant. 6, 38 Plut. fluv. 22, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἕνωσις: -εως, ἡ, (ἑνόω) ἕνωσις, συγχώνευσις, Ἀρχύτας παρὰ Στοβ. ἐν Ἐκλογ. 1. 714, Ἀριστ. Φυσ. 4. 13, 2, περὶ Γεν. κ. Φθορ. 1. 10, ἐν τέλει. 2) γάμος, Ἰγνάτ. 704Α, κλ. ‒ Καθ᾿ Ἡσύχ. «ἕνωσις· μῖξις, σύζευξις».
Russian (Dvoretsky)
ἕνωσις: ἑνώσεως ἡ соединение (διαίρεσις καὶ ἕ. Arst.; ἕ. δι᾽ ἔρωτος Plut.).
Greek Monolingual
η (AM ἕνωσις)
η ενέργεια του ενώνω, η σύνδεση ή συγχώνευση τμημάτων σε ένα, σύζευξη
νεοελλ.
1. συνεργασία («η ισχύς εν τη ενώσει»)
2. οργάνωση συνεργασίας προσώπων, σωματείων, επιχειρήσεων, κρατών («ένωση υπαλλήλων», «Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών»)
3. χημ. σύνθετη ουσία που αποτελείται από χημικά στοιχεία, τα οποία βρίσκονται σ' αυτήν σε ορισμένες αναλογίες, ανεξάρτητα από τον τρόπο της παρασκευής της
4. (ηλεκτρ.) η εξαιτίας ελαττωματικής μονώσεως διαπήδηση ηλεκτρικού ρεύματος από έναν αγωγό σε άλλον
μσν.- νεοελλ.
1. εκούσια υπαγωγή μιας αυτόνομης περιοχής στην κεντρική διοίκηση ομοεθνούς κράτους, προσάρτηση
(«ένωση της Επτανήσου, της Κύπρου, της Κρήτης»)
2. ένωση (εκκλησιών), δηλ. η άρση τών σχισμάτων της χριστιανικής Εκκλησίας, και ιδίως του σχίσματος της Ανατολικής Ορθόδοξης και της Δυτικής Παπικής Εκκλησίας
μσν.
1. συμμαχία
2. ομόνοια
3. συγκέντρωση, συνάθροιση
4. συνάντηση
5. ερωτική συνάντηση
6. συνδυασμός
7. γέννημα, καρπός
αρχ.-μσν.
1. γάμος
2. ενότητα
3. ενότητα, απλότητα
4. συμφωνία
5. ανακάτωμα, ανάμειξη.
Translations
union
Afrikaans: unie; Albanian: bashkim; Amharic: ሕብረት; Arabic: اِتِّحَاد, اِتِّفَاق; Armenian: միավորում, միություն; Asturian: xunión; Azerbaijani: ittifaq, birlik; Bashkir: берләшеү, берлек; Belarusian: саюз, звяз, зьвяз, унія; Bengali: মিলন, সঙ্ঘ, ইত্তিহাদ, ইত্তেফাক; Bulgarian: съюз, уния; Burmese: သမဂ္ဂ, ယူနီယန်, ပြည်ထောင်စု; Catalan: unió; Chinese Cantonese: 聯盟, 联盟, 聯合, 联合, 同盟; Hokkien: 聯盟, 联盟, 聯合, 联合; Mandarin: 聯盟, 联盟, 聯合, 联合, 同盟; Czech: unie, svaz, sjednocení; Danish: union, forening; Dutch: unie, verbond, vereniging, vakbond; Estonian: liit; Finnish: liittäminen, liitos, liitto; French: union; Galician: unión; Georgian: კავშირი; German: Vereinigung, Union, Verein, Verband; Greek: ένωση, σύνδεσμος; Ancient Greek: ἕνωσις; Hawaiian: uniona; Hebrew: בְּרִית, אִגוּד / איגוד, איחוד / אִחוּד; Hindi: संघ, यूनियन, इत्तिहाद; Hungarian: egyesítés, egyesülés, unió; Icelandic: sameining, eining; Indonesian: uni, kesatuan, persatuan; Irish: aontas; Italian: unione; Japanese: 結合, 連邦, 聯盟, 同盟; Kazakh: одақ, бірлік; Khmer: សហភាព; Korean: 연맹(聯盟), 련맹(聯盟), 동맹(同盟); Kurdish Central Kurdish: یەکگِرتوویی; Northern Kurdish: yekîtî; Kyrgyz: союз, бирлик; Lao: ສະຫະພາບ; Latin: adunatio, unio; Latvian: savienība; Lithuanian: sąjunga; Macedonian: сојуз, унија; Malay: kesatuan; Malayalam: ഏകീകരണം; Maltese: unjoni, għaqda; Mongolian Cyrillic: холбоо; Mongolian: ᠬᠣᠯᠪᠤᠭ᠌ᠠ᠋; Norwegian Bokmål: forening, forbund, union; Occitan: union; Old Church Slavonic Cyrillic: съѭзъ; Papiamentu: union; Pashto: اتحاد, اتفاق; Persian Dari: اِتِّحَاد, اِتِّفَاق; Iranian Persian: اِتِّحاد, اِتِّفاق; Polish: unia, związek, sojusz; Portuguese: união, junção; Rapa Nui: hakapirina; Romanian: unire, unitate, uniune; Russian: союз, соединение, объединение, слияние, уния; Serbo-Croatian Cyrillic: савез, у̑нија; Roman: sávez, ȗnija; Slovak: únia, zväz, sväz; Slovene: unija, zveza; Spanish: unión; Swahili: umoja class u; Swedish: union, förening, förbund; Tagalog: unyon; Tajik: иттиҳод, иттифоқ; Tatar: бердәмлек, берлек; Thai: สหภาพ; Tigrinya: ሓድነት; Turkish: birlik; Turkmen: birlik, bileleşik; Ukrainian: союз, об'єднання, об'є́днання, унія; Urdu: اِتِّحاد, اِتِّفاق, یُونِیَن; Uyghur: ئىتتىپاق, بىرلەشمە; Uzbek: ittifoq, birlik, ittihod, soyuz, uyushma, birlashma; Vietnamese: liên minh, liên bang; Yiddish: פֿאַראיין, פֿאַרבאַנד
unification
Arabic: تَوْحِيد; Armenian: միասնականացում, միացում, միավորում; Belarusian: аб'яднанне; Bulgarian: обединяване; Catalan: unificació; Chinese Mandarin: 統一, 统一; Czech: sjednocení; Dutch: eenwording; Finnish: yhdistyminen, yhdistäminen; French: unification; Georgian: გაერთიანება, უნიფიკაცია; German: Vereinigung; Greek: ενοποίηση; Ido: unigado; Italian: unificazione; Japanese: 統一; Kazakh: біріздендіру; Korean: 통일(統一); Kurdish Central Kurdish: یەکگرتن; Malay: penyatuan; Malayalam: ഏകീകരണം; Maori: whakakotahitanga; Polish: unifikacja; Portuguese: unificação; Romanian: unificare; Russian: объединение; Scottish Gaelic: co-aonachadh; Slovak: zjednotenie, zjednocovanie; Spanish: unificación; Turkish: birleşme; Ukrainian: об'є́днання; Vietnamese: thống nhất; Yiddish: פֿאַראייניקונג