διπολιώδης
English (LSJ)
ες, like the feast of Dipolia, old-world, Ar. Nu. 984.
German (Pape)
[Seite 641] ες, nach Weise der Διπόλια, s. nom. pr., = altfränkisch, Ar. Nubb. 971.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
(qui sent les Dipolies, càd) vieux, suranné.
Étymologie: Διπόλια, -ωδης.
Greek Monolingual
διπολιώδης, -ες (Α) Διπόλια
αυτός που ανάγεται στον τρόπο και στην εποχή τών διπολίων, απαρχαιωμένος.
Russian (Dvoretsky)
δῑπολιώδης: ирон. относящийся ко временам диполий, т. е. старинный, устарелый (ἀρχαῖος καὶ δ. Arph.).