δισσάκις

English (LSJ)

[ᾰ], poet. δισσάκι, Adv. twice over, Arat.968, Q.S.2.56, AP 6.223 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 643] p. auch δισσάκι, Arat. 968; διττάκι, Qu. Sm. 2, 56 u. a. Sp.; zweimal, zweifach.

Greek (Liddell-Scott)

δισσάκις: ποιητ. -ι, ἐπίρρ. ― δίς, Ἄρατ. 968, Κόϊντ. Σμ. 2. 56.

Greek Monolingual

δισσάκις (Α) δισσός
επίρρ. δις.