δισσολογέω
English (LSJ)
Att. διττολογέω,
A say twice, repeat, as in phrases like ἄπιστ' ἄπιστα, καινὰ καινά, Sch.E. Hec.688; go over again, Vett.Val.249.20.
II call in question, leave doubtful, Simp. in Cael.194.17.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. διττ-
decir por segunda vez, repetir ideas o palabras ἵνα μὴ δόξωμεν δ. Vett.Val.238.23, ταῦτα οὐ χρῆ δ. πρὸ ὀλίγου ῥηθέντα Simp.in Cael.194.17, cf. Vett.Val.264.13, Sch.E.Hec.688D., Sch.Er.Il.14.43, en v. pas. ὁ ἀριθμὸς δεδισσολογημένος Epiph.Const.Haer.8.8.3, (μαρτυρίαι) ἐδισσολογήθησαν ἐν διαφόροις ἐπιστολαῖς Euthal.Epp.Paul.M.85.724B, cf. Epiph.Const.Mens.M.43.240A.
German (Pape)
[Seite 643] doppelt sagen, wiederholen, Synes.; ein Wort zweimal setzen, Schol. Ar. Plut. 585.
Greek (Liddell-Scott)
δισσολογέω: Ἀττ. διττ-, λέγω δὶς τὰ αὐτά, ἐπαναλαμβάνω, ὡς ἐν φράσεσιν οἵα ἡ στεφάνῳ στεφανῶσαι, Σχόλ. Ἀριστοφ. Πλ. 585.