διφρίας: -ου, ὁ, «ὁ ἑδραῖος καὶ καθήμενος ἀεί, οἱον ἀργὸς» Ἡσύχ. Κατὰ διόρθωσιν τοῦ Δινδορφ. ἀντὶ δίφρις. Ἴδ. Κόντ. Γλ. Παρ. σ. 342.