διχάω
English (LSJ)
poet. for διχάζω, Ep. part. διχόωντι, -όωσα, Arat.512, 605:—Med., διχόωνται Id.856:—Pass., διχόωντο A.R.4.1616.
Spanish (DGE)
(δῐχάω)
• Morfología: [pres. part. c. diéct. διχόωντι Arat.512, διχόωσα Arat.605, 773, v. med. ind. 3a plu. διχόωνται Arat.856; impf. 3a plu. διχόωντο A.R.4.1616]
poét. por διχάζω
1 tr. dividir en dos γαῖαν ... κύκλος διχόωντι ἐοικώς Arat.512, ἡ δὲ (πρύμνα Ἀργοῦς) ... ἱστὸν διχόωσα ésta (la popa de Argo) ... dividiendo en dos el mástil ref. a la constelación, Arat.605.
2 intr. dividirse en dos, escindirse διχόωσα σελήνη op. πεπληθυῖα Arat.773, cf. 799, en v. med. mismo sent. ἀκτῖνες ... διχόωνται Arat.856, αἵ τε (ἄκανθαι) ... μήνης ὡς κεράεσσιν ἐειδόμεναι διχόωντο y éstas (las espinas) se escindían parecidas a los cuernos de la luna A.R.l.c., cf. Theognost.Can.p.140.15.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
δῐχάω: ποιητ. ἀντὶ διχάζω, Ἄρατ. 512, 605· ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ 856· ― πρβλ. διχαίω.