διχαίω

English (LSJ)

= διχάζω, in Pass., Arat.495, 807.

Spanish (DGE)

(δῐχαίω)
dividir en dos partes Theognost.Can.p.145.33, en v. pas. Καρκίνον, ἧχι μάλιστα διχαιόμενόν κε νοήσαις Arat.495
part. subst. ἡ διχαιομένη (sc. σελήνη) la media luna Arat.807.

German (Pape)

[Seite 646] = διχάζω, Arat. 495. 807.

Greek (Liddell-Scott)

δῐχαίω: διχάζω, διχάω, Ἄρατ. 495, 807.

Greek Monolingual

διχαίω (Α) δίχα
διχάζω.