δίχα

From LSJ

πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐ́χᾰ Medium diacritics: δίχα Low diacritics: δίχα Capitals: ΔΙΧΑ
Transliteration A: dícha Transliteration B: dicha Transliteration C: dicha Beta Code: di/xa

English (LSJ)

[ῐ], (δίς),
I Adv. in two, asunder, δίχα πάντας… ἠρίθμεον Od.10.203; δίχα πάντα δέδασται 15.412; πλευροκοπῶν δίχα ἀνερρήγνυ S. Aj.236; δίχα πρίσαντες Th.4.100; τέμνειν δίχα Pl.Sph.265e; δίχα διαλαβεῖν Id.Tht.147e; δίχα τὸ στράτευμα ποιεῖν X.An.6.4.11; δίχα τὴν δύναμιν λαβεῖν = catch the force divided, Th.6.10; ὅτι δίχα πέφυκε (sc.Σικελία) is divided against itself, Id.4.61: generally, apart, aloof, διαστῆναι Hdt.4.180; κεῖσθαι Pi.P.5.93; οἰκεῖν S.OC602.
2 metaph., at two, two ways, whether with others or oneself, at variance or in doubt, δίχα δέ σφισι ἥνδανε βουλή Il.18.510; δίχα θυμὸν ἔχοντες 20.32; δίχα δέ σφιν ἐνὶ φρεσὶ θυμὸς ἄητο 21.386; δίχα θυμὸς ἐνὶ φρεσὶ μερμηρίζει Od.16.73; δίχα θυμὸς ὀρώρεται ἔνθα καὶ ἔνθα 19.524; δίχα βάζομεν 3.127; δίχα μοι τὰ νοήμματα prob. in Sapph.36; μιῇ γλώσσῃ δίχα ἔχειν νόον Thgn.91, etc.; ἐγίνοντο δίχα αἱ γνῶμαι Hdt.6.109; δόξα δ' ἐχώρει δίχα E.Hec.117; μαθήσεται ὅσον τό τ' ἄρχειν καὶ τὸ δουλεύειν δίχα differ, A.Pr.927; τὸ γὰρ τοπάζειν τοῦ σάφ' εἰδέναι δίχα Id.Ag.1369; δίχα ψηφίζεσθαι on different sides, X.Mem.4.4.8; ἐὰν δίχα γένηται τὸ δικαστήριον Arist.Pol.1318a40.
II Prep., c. gen., apart from, Emp.21.19; without, πυρός, ἄρσενος, A.Th.25, Ag.861; ἀνθρώπων δίχα S.Ph.31; οἶος Ἀτρειδῶν δίχα Id.Aj.750; μόνη… φασγάνου δίχα Id.Tr.1063; δίχα τέλους Supp.Epigr.1.329.25 (Istros, i A. D.); δίχα γνώμης ἐμῆς καὶ συγκαταθέσεως PFlor.58.8 (iii A. D.); δίχα πραγμάτων Jul. Or.7.212a, etc.
2 differently from, unlike, δίχα ἄλλων A.Ag.757; σῆς δίχα γνώμης λέγω S.El. 547.
3 πόλεως δίχα against the will of, Id.OC48, cf. Aj.768.
4 except, δίχα γε Διός A.Pr.163; τῶν λελεγμένων δίχα Id.Ch.778.
5 besides, dub. in D.H.7.19.—As a Prep. it commonly follows its case in Trag., but precedes it in A.Pr. l.c., S.Ph.195, al., E.IT185.

Spanish (DGE)

(δίχᾰ)
• Prosodia: [-ῐ-]
I adv.
1 en dos partes δίχα δέ σφισι πάντα δέδασται Od.15.412, τὰ δὲ πλευροκοπῶν δίχα ἀνερρήγνυ S.Ai.236, κεραίαν ... δίχα πρίσαντες Th.4.100, πόρις ... δίχα una ternera en canal E.Ba.738, τέμνε ... δίχα Pl.Sph.265e, εἰ διαπρισθείη δίχα (τὰ δόρατα) Ar.Pax 1262, τὸ (ὄρος) ... δίχα ... διέστη Call.Iou.31, δίχα μοι τὸ θερίστριον ἤδη ἔσχισται ya se me ha rasgado el chal en dos partes Theoc.15.69.
2 ref. a facultades anímicas en dos, en dos sentidos δίχα θυμὸν ἔχοντες con el corazón dividido en dos, Il.20.32, cf. 21.386, Q.S.12.162, expresando vacilación o duda δίχα θυμὸς ... μερμηρίζει Od.16.73, cf. 19.524, δίχα δέ σφισιν ἥνδανε βουλή Il.18.510
c. verb. que significan ‘hablar’ o ‘pensarde dos maneras diferentes βάζομεν Od.3.127, δίχα μοι τὰ νοήματα Sapph.51 (ap. crít.), cf. Thgn.91, Pi.Fr.213.4, Aristaen.1.6.12, ἐγίνοντο δίχα αἱ γνῶμαι Hdt.6.109, δόξα δ' ἐχώρει δίχ' E.Hec.117, ἁρμονία ... δίχα φρονέοντων συμφρόνησις Philol.B 10, ὡς μὴ δίχα λόγω κινέεσθαι Ti.Locr.104b.
3 geom. aritmética en dos partes iguales τὸν ἀριθμὸν ... δίχα διελάβομεν Pl.Tht.147e, ἑκάστην ... τῶν ... πλευρῶν δίχα τέμνων Antipho Soph.B 13, τὴν ... γωνίαν ... δίχα τεμεῖν Euc.1.9, cf. Archim.Sph.Cyl.1.3, en v. pas. γραμμὴ δίχα τετμημένη Pl.R.509d, διαιρεῖν Plb.3.92.1, 7.4.2.
4 en dos grupos o bandos δίχα ... ἑταίρους ἠρίθμεον dividí en dos grupos a mis compañeros, Od.10.203, cf. A.R.2.36, 4.501, αἱ παρθένοι ... δίχα διαστᾶσαι Hdt.4.180, ὅτι δίχα πέφυκε (ἡ Σικελία) porque Sicilia está dividida en dos bandos Th.4.61, δίχα ... τὴν δύναμιν λαβεῖν Th.6.10, δίχα γε ὄντας ἡμᾶς Th.1.122, τῶν ἄλλων ... δίχα ἐψηφισμένων Th.1.40, δίχα τὸ στράτευμα ποιεῖν X.An.6.4.11, cf. Mem.4.4.8, ἐὰν δίχα ἡ ἐκκλησία γένηται Arist.Pol.1318a40, αἱ δ' ... παρθενικαὶ δίχα ... ἀθύρουσιν las muchachas juegan en dos grupos A.R.4.948
por separado μαθήσεται ὅσον τό τ' ἄρχειν καὶ τὸ δουλεύειν δίχα aprenderá cuán diferente es el mandar y el ser esclavo A.Pr.927, ἔνθα ... δίχα κεῖται θανών allí, aparte, yace muerto Pi.P.5.93, οἰκεῖν δίχα S.OC 602, δίχ' ἕκαστα φορεύμενα Νείκεος ἔχθει llevados cada uno por separado por la inquina de Odio Emp.B 17.8, δίχα δὲ γλωχῖνες ἔχουσιν ἀμφίδυμοι μέγα πεῖσμα λινόστροφον ambas puntas por separado sostienen un fuerte cable de lino retorcido en un anzuelo, Opp.H.3.286.
II prep. de gen., a veces en anástrofe
1 lejos de δίχ' ἀνθρώπων Hes.Op.167, δίχα τῶν (πυρός, ὕδατος καὶ γαίας) Emp.B 17.19, cf. A.Th.25, ἄρσενος δίχα A.A.861, cf. S.Ph.31, Ai.750, ἐσῆγεν ἔσω ταύρους δίχα θηλειάων Theoc.25.107, Σατύρων δίχα Nonn.D.20.33.
2 sin φασγάνου δίχα S.Tr.1063, θυμοῦ δίχα sin enfado Ar.Fr.489, δίχα τῶνδ' ἀείδειν Call.Fr.228.1, δίχα προόδου sin escolta Plb.8.17.10 (cj.), δίχα μώμου ID 2548.5 (I a.C.), δίχα <πόνου> sin esfuerzo D.H.7.19, δίχα τέλους IHistriae 68.25 (I d.C.), δίχα πάσης παρεκβάσεως 1Ep.Clem.20.3, δίχα τοῦ πόρου τοῦ ἐκ τοῦ δημοσίου sin utilizar los fondos públicos, MAMA 6.180.9 (Apamea II d.C.), δίχα γνώμης ἐμῆς καὶ συνκαταθέσεως PFlor.58.8 (III d.C.), δίχα πραγμάτων sin dificultades Iul.Or.7.212a, δίχα λέκτρων Nonn.D.29.261, βελέων δίχα Nonn.D.10.199, δίχα πάσης ἀγνωμοσύνης sin ninguna molestia, PMich.607.23 (VI d.C.), δίχα τινὸς ὑπερθέσεως = sin demora alguna, POxy.4350.14 (VI d.C.).
3 sin contar con, contra δίχα δ' ἄλλων μονόφρων εἰμί A.A.757, σῆς δίχα γνώμης λέγω S.El.547, πόλεως δίχα S.OC 48, δίχα κείνων (τῶν θεῶν) S.Ai.768.
4 excepto, salvo δίχα γε Διός A.Pr.163
aparte de τὸ γὰρ τοπάζειν τοῦ σαφ' εἰδέναι δίχα A.A.1369, ἔχεις τι τῶν λελεγμένων δίχα; A.Ch.778.
• Etimología: Deriv. de *δϝι(σ)-, cf. δίς.

German (Pape)

[Seite 645] (δίς), zwiefach; – a) zwiefach getheilt, getrennt; Apoll. Lex. Homer. p. 59, 17 Δίχα· διχῶς, εἰς δύο; vgl. διχθά, ἄνδιχα, διάνδιχα; δίχα πάντας ἠρίθμεον, ich theilte alle in zwei Haufen, Od. 10, 203; δίχα πάντα δέδασται 15, 412; δίχα κεῖται Pind. P. 5, 93; δίχ' ἀνεῤῥήγνυ Soph. Ai. 232; δίχα διαστᾶσαι Her. 4, 180; δίχα πρίειν, entzwei sägen, Thuc. 4, 100; δίχα διαλαβεῖν Plat. Theaet. 147 e u. öfter; διατέμνειν, διελεῖν, Conv. 190 d Soph. 221 e; auch τὰ δίχα τμήματα, Legg. V, 745 d; δίχα ποιεῖν, trennen, Xen. An. 6, 2, 11. – Übertr., von zweierlei Meinung, zwiespältig, uneinig, δίχα δέ σφισιν ἥνδανε βουλή Il. 18, 510; δίχα θυμὸν ἔχοντες 20, 32; δίχα βάζειν, dem ἕνα θυμὸν ἔχειν entgeggstzt, Od. 3, 137; vgl. noch 16, 73. 19, 524. 22, 333; δίχα μοι νόος Pind frg. 232; εἰ καὶ σῆς δίχα γνώμης λέγω, anders als du meinst, Soph. El. 537; δίχα αἱ γνῶμαι ἐγίγνοντο Her. 6, 109, u. öfter; δίχα ψηφίζεσθαι Xen. Mem. 4. 4. 8, u. ä.; δίχα πέφυκε τοῦ ἑτέρου Thuc. 4, 61, abgesondert, verschieden sein; vgl. Aesch. Prom. 927 ὅσον τό τ' ἄρχειν καὶ τὸ δουλεύειν δίχα, was für ein Unterschied ist; dah. – b) getrennt, abgesondert; οἰκεῖν Soph. O. C. 608; vgl. Ant. 164 ἐκ πάντων δίχα ὑμᾶς ἔστειλ' ἱκέσθαι; auch = abgesondert, vor allen, wie οἶος Ἀτρειδῶν δίχα Ai. 737, u. so öfter; δίχα τινός, ohne Jemand, außer ihm, Aesch. Ch. 767 Spt 25 Ag. 835; κενὴ οἴκησις ἀνθρώπων δίχα Soph. Phil. 31; πόλεως δίχα, ohne die Bürgerschaft, d. i. ohne ihren Befehl, O. C. 48, u. so öfter bei Dichtern, gew. dem gen. nachgesetzt; δίχα θηλειάων Theocr. 25, 107: vgl. D. Hal. 7, 19.

French (Bailly abrégé)

adv.
I. en deux : δίχα ἀριθμεῖν OD compter en faisant deux groupes ; δίχα πάντα δέδασται OD tout est partagé en deux ; δίχα πρίειν THC scier en deux ; δίχα ποιεῖν XÉN partager en deux, séparer;
II. différemment : τό τ' ἄρχειν καὶ τὸ δουλεύειν δίχα ESCHL commander et être esclave sont choses bien différentes ; ἐγίνοντο δίχα αἱ γνῶμαι HDT les avis se partageaient ; avec un gén. séparément, différemment de;
III. p. ext. séparément : δίχα οἰκεῖν SOPH habiter à part ; avec un gén. séparément de, d'où
1 sans : οἶος Ἀτρειδῶν δίχα SOPH seul sans les Atrides;
2 sans l'assentiment de : πόλεως SOPH de la cité;
3 excepté.
Étymologie: R. Δι, p. ΔϜι, cf. δύο, δίς.

Russian (Dvoretsky)

δίχᾰ:
I (ῐ) adv.
1 надвое, пополам (ἀριθμεῖν τινας Hom.; πρίειν Thuc.; τέμνειν Plat. или ποιεῖν τι Xen.; διαίρειν и διῃρῆσθαι Arst.): ἐὰν δίχα ἡ ἐκκλησία γένηται Arst. если голоса собрания разделятся поровну;
2 двояко, различно, по-разному: δίχα θυμὸν ἔχειν Hom. быть в разладе; ἐγίνοντο δίχα αἱ γνῶμαι Her. мнения разделились; τό τ᾽ ἄρχειν καὶ τὸ δουλεύειν δίχα Aesch. повелевать и служить - вещи разные: δίχα φρεσὶ μερμηρίζειν Hom. колебаться в душе;
3 отдельно, врозь (διαστᾶσαι πρὸς ἀλλήλους Her.; οἰκεῖν Soph.).
II (ῐ) в знач. praep. cum gen.
1 отлично (от), несходно (с), вразрез (с) (ἄλλων Aesch.): σῆς δίχα γνώμης λέγω Soph. я говорю не по-твоему;
2 без (φάους Aesch.; ἀνθρώπων Soph.);
3 без ведома, без согласия (πόλεως Soph.);
4 помимо, кроме (τίς δίχα Διός; Aesch.);
5 вдали, отдельно от (ταῦροι δίχα θηλειάων Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

δίχᾰ: [ῐ], (δίς], Ι. ἐπίρρ., εἰς δύο μέρη, χωρίς, χωριστά, δίχα πάντας… ἠρίθμεον Ὀδ. Κ. 203· δίχα πάντα δέδασται Ο. 412· δίχα διαστῆναι Ἡρόδ. 4. 180· πλευροκοπῶν δίχα ἀνερρήγνυ Σοφ. Αἴ. 236· δίχα πρίσαντες Θουκ. 4. 100· τέμνειν δίχα Πλάτ. Σοφ. 265Ε· δίχα διαλαμβάνειν ὁ αὐτ. Θεαιτ. 147Ε· ― καθόλου, χωριστά, μακράν, διαστῆναι Ἡρόδ. 4. 180· κεῖσθαι Πίνδ. Π. 5. 125· οἰκεῖν Σοφ. Ο. Κ. 602· δίχα ποιεῖν Ξεν. Ἀν. 6. 4, 11· δίχα τὴν δύναμιν λαβεῖν, καταλαβεῖν τὴν δύναμιν δεδιχασμένην, διῃρημένην εἰς δύο, Θουκ. 6. 10. 2) μεταφ., κατὰ δύο τρόπους, εἰς δύο, ὅταν τις εἶναι διχασμένος εἴτε πρὸς ἄλλους (ἐν διαφωνίᾳ), εἴτε πρὸς ἑαυτὸν (ἐν ἀμφιβολίᾳ), συχνὸν παρ’ Ὁμ.· δίχα δέ σφισιν ἥνδανε βουλὴ Ἰλ. Σ. 510· δίχα θυμὸν ἔχοντες Υ. 32· δίχα δέ σφιν ἐνὶ φρεσὶ θυμὸς ἄητο Φ. 386· δίχα θυμὸς ἐν φρεσὶ μερμήριξε Ὀδ. Π. 73· δίχα θυμὸς ὀρώρεται Τ. 524· δίχ’ ἐβάζομεν Γ. 127· οὕτω, δίχα ἔχειν νόον Θέογν. 91, κτλ.· ἐγίνοντο δίχα αἱ γνῶμαι Ἡρόδ. 6. 109· δόξα δ’ ἐχώρει δίχα Εὐρ. Ἑκ. 119· μαθήσεται ὅσον τό τ’ ἄρχειν καὶ τὸ δουλεύειν δίχα, πόσον διαφέρουσιν, Αἰσχύλ. Πρ. 927. πρβλ. Ἀγ. 1369· δίχα ψηφίζεσθαι, Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 8· πρβλ. χωρίς. ΙΙ. πρόθ. μετὰ γεν., χωρίς, ἄνευ, Αἰσχύλ. Θήβ. 25. Ἀγ. 861· ἀνθρώπων δίχα Σοφ. Φ. 31· οἶος Ἀτρειδῶν δίχα ὁ αὐτ. Αἴ. 750· μόνη… φασγάνου δίχα ὁ αὐτ. Τρ. 1063· ὡσαύτως, ἐκ πάντων δίχα ὁ αὐτ. Ἀντ. 164. 2) διαφόρως, ἀνομοίως, οὐχὶ ὁμοίως, δίχα ἄλλων Αἰσχύλ. Ἀγ. 757· σῆς δίχα γνώμης λέγω Σοφ. Ἠλ. 547· [ὁ ἕτερος] δίχα πέφυκε τοῦ ἑτέρου, εἶναι διάφορος…, Θουκ. 4. 61. 3) πόλεως δίχα, ὡς τὸ ἄνευ, ἐναντίον τῆς θελήσεως τῆς πόλεως, Σοφ. Ο. Κ. 48, πρβλ. Αἴ. 768. 4) ἐκτός, πλήν, ὡς τὸ χωρίς, δίχα γε Διός Αἰσχύλ. Πρ. 162· τῶν λελεγμένων δίχα ὁ αὐτ. Χο. 778· ― ὡς πρόθ. συνήθως ἀκολουθεῖ τῷ πτωτικῷ, ἀλλὰ προηγεῖται αὐτοῦ ἐν Αἰσχύλ. Πρ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σοφ. Φ. 195, 840, Αἴ. 768, Εὐρ. Ι. Τ. 185. ― Πρβλ. διχῆ, διχοῦ.

English (Autenrieth)

in two (parts), twofold; met., ‘in doubt,’ ‘at variance,’ δίχα μερμηρίζειν, θῦμὸν ἔχειν, βάζειν, etc.

English (Slater)

δῐχα
a apart (Βάττος) πρυμνοῖς ἀγορᾶς ἔπι δίχα κεῖται θανών i. e. apart from the other dead kings (P. 5.93)
b divided, in doubt c. inf. δίχα μοι νόος ἀτρέκειαν εἰπεῖν fr. 213. 4.

Greek Monolingual

δίχα (AM) δις
(πρόθεση) (με γεν.) χωρίς (α. «δίχα θορύβου και βοῆς» β. «ἀνθρώπων δίχα» — χωρίς ανθρώπους
γ. «μόνη, φασγάνου δίχα» — μόνη, χωρίς ξίφος)
αρχ.
Ι. επίρρ.
1. σε δύο μέρη, χωριστά (α. «πλευροκοπῶν δίχα ἀνερρήγνυ» — χτυπώντας στα πλευρά, έκοβε [τα πρόβατα] σε δύο κομμάτια
β. «δίχα πάντα δέδασται» — έχουν χωριστεί σε δύο μέρη)
2. κατά δύο τρόπους (α. «δίχα θυμὸς ἐν φρεσὶ μερμήριξε» — η ψυχή του αμφιταλαντεύθηκε ανάμεσα σε δύο εκδοχές
β. «δόξα δ' ἐχώρει δίχα» — υπήρχαν δύο διαφορετικές γνώμες)
3. διαφορετικά («μαθήσεται ὅσον τ' ἄρχειν καὶ δουλεύειν δίχα» — θα μάθει πόσο διαφορετικό είναι το να ασκεί κανείς εξουσία ή να υποτάσσεται)
II. (πρόθ. με γεν.)
1. διαφορετικά, ανόμοια («σῆς δίχα γνώμης λέγω» — εκφράζω διαφορετική άποψη από τη δική σου)
2. άνευ, χωρίς («πόλεως δίχα» — χωρίς τη γνώμη τών πολιτών)
3. εκτός, πληνδίχα γε Διός»).

Greek Monotonic

δίχᾰ: [ῐ] (δίς),·
I. 1. επίρρ., στα δύο, χωριστά, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· γενικά, ξεχωριστά, μακριά, σε απόσταση, σε Ηρόδ. κ.λπ.
2. μεταφ., με δύο τρόπους, στα δύο, σε διαφωνία ή σε αμφιβολία, σε Όμηρ. κ.λπ.
II. 1. πρόθ., με γεν., χωρίς, άνευ, σε Αισχύλ., Σοφ.· διαφορετικά από, ανόμοια, στον ίδ.· τοῦ ἑτέρου, διαφορετικός από τον άλλο, σε Θουκ.
2. πόλεως δ., ενάντια, παρά τη θέλησή της, σε Σοφ.
3. εκτός, χώρια, ξέχωρα από, όπως το χωρίς, σε Αισχύλ.

Frisk Etymological English

διχθά See also: s. δίς.

Middle Liddell

adverb (δίς)
I. adv. in two, asunder, Od., etc.:—generally, apart, aloof, Hdt., etc.
2. metaph. in two ways, at variance or in doubt, Hom., etc.
II. prep. with genitive apart from, Aesch., Soph.:— differently from, unlike, Soph.; τοῦ ἑτέρου from the other, Thuc.
2. πόλεως δίχα against the will of, Soph.
3. besides, except, like χωρίς, Aesch.

Frisk Etymology German

δίχα: {díkha}
Forms: διχθά usw.
See also: s. δίς.
Page 1,401

English (Woodhouse)

except, separately, without, exclusive of, in default of, in half, in sunder, in twain, in two, outside of, without reckoning

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

bifariam, in two parts, 4.100.2,
bipartito, separatim, in two divisions, separately, 1.64.1, 4.61.3 (de Sicilia concerning Sicily), 6.10.4, 6.100.1, 6.100.17.81.2, 8.46.1,
singulatim, one by one, 1.122.2,
in contrariam partem, in the opposite direction, 1.40.5.