διχογνωμέω

English (LSJ)

= διχογνωμονέω, Poll.2.229.

Spanish (DGE)

estar en desacuerdo περὶ τῆς Ἰλίου Sch.Il.2.13-14, εἰ γὰρ πολλοί εἰσιν οἱ κριταί, συμβαίνει πολλάκις αὐτοὺς δ. Anon.in Rh.224.22, cf. Poll.2.229.

German (Pape)

[Seite 646] = folgdm, Poll. 2, 229.