διχογνωμονέω
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
English (LSJ)
A to differ in opinion, X.Mem.2.6.21, D.C.44.25; δ. πρὸς ἑαυτόν Iamb. ap. Stob.2.33.15.
2 doubt, Lib.Decl.43.43.
Spanish (DGE)
1 estar en desacuerdo διχογνωμονῶν δὲ πρὸς ἑαυτόν estando en desacuerdo consigo mismo Antipho Soph.B 44a.26, οἱ ἄνθρωποι ... διχογνωμονοῦντες ἐναντιοῦνται X.Mem.2.6.21, cf. D.C.43.16.1, 44.25.3, 55.34.1.
2 c. ac. rel. dudar τίς γὰρ ἂν ... ἄνθρωπος ... τοῦτο δὲ διχογνωμονοίη; Lib.Decl.43.43.
German (Pape)
[Seite 646] getheilter Meinung, uneins oder zweifelhaft sein, Xen. Mem. 2, 6. 21 u. Sp., wie Dio Cass.
French (Bailly abrégé)
διχογνωμονῶ :
être d'avis contraire.
Étymologie: διχογνώμων.
Russian (Dvoretsky)
διχογνωμονέω: расходиться во взглядах, держаться различных мнений (διχογνωμονοῦντες ἐναντιοῦνται Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
δῐχογνωμονέω: διαφέρω κατὰ τὴν γνώμην, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 21, Δίων Κ.
Greek Monotonic
δῐχογνωμονέω: μέλ. -ήσω, διαφέρω στη γνώμη, σε Ξεν.