διωκτικός

English (LSJ)

διωκτική, διωκτικόν, apt to pursue, follow a course [χρυσὸς] δ. τῆς ἐπὶ τὸ μέσον φορᾶς Iamb.Protr.21.λέ; swift in pursuit, EM468.23.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1apto para seguir c. gen. πάντων γὰρ τῶν ἐπὶ γῆς βαρύτατον χρυσὸς καὶ τῆς ἐπὶ τὸ μέσον φορᾶς διωκτικόν Iambl.Protr.21
rápido en la persecución, EM 468.23G.
2 que pone en fuga, capaz de alejar c. gen. δὸς δύναμιν ... πάσης ἐπιβουλῆς διωκτικήν Const.App.8.29.3, de la piel de un pez διωκτικὸν κυνῶν Sch.Cyran.4.29.5
repelente κωνώπων Paul.Aeg.5.1.2.
II adv. -ῶς en persecución ἐφομαρτεῖν ... τὸ δ. ἐπακολουθεῖν Eust.707.1, cf. 543.44.

German (Pape)

[Seite 649] zum Verfolgen geeignet; καὶ ταχύς E. M. p. 468, 23.

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον διώκτη ή στη δίωξη, ο κατάλληλος για δίωξη («διωκτικές αρχές»).