ον, f.l. for δίγονος, Βάκχος E. Hipp. 560 (lyr.).
ος, ον :c. διογενής.
διόγονος, -ον (Α)βλ. διογενής.[ΕΤΥΜΟΛ. < διο- + -γονος < γίγνομαι.
δῑόγονος: Eur. = διογενής.
= διογενής, Eur. Hipp. 560, mit langem ι.